Καλοκαίρι του 1949… Κάπου στην Αμερική, ένα ζευγάρι καθισμένο στη βεράντα του σπιτιού του «φωτογραφικά» χαζεύει την πανσέληνο. Εκείνος καπνίζει την πίπα του. Εκείνη διστακτικά πιάνει το φλιτζάνι που αχνίζει. Το ολόγιομο φεγγάρι χρωματίζει τη θάλασσα. Τα αστέρια αναβοσβήνουν, κάτι σαν εξωτερικό φως χώρου φλερτάρει το φεγγάρι. Ένα αμήχανο φλας που το δέντρο στα αριστερά μοιάζει να κατευθύνει με την αναιμικά μηχανική κίνησή του. Ώσπου το βλέμμα σκοντάφτει σε έναν σκοτεινό φανοστάτη που «φωτίζει» την ακινησία του υπόλοιπου σκηνικού. Τα υπόλοιπα λουλούδια είναι ακίνητα και αναρωτιέται κανείς γι’αυτό το περίεργο είδος αέρα. Ένα είδος αέρα σαν οκνηρό χασμουρητό. Το ξύλινο σπίτι πίσω από το ζευγάρι με το μεγάλο παράθυρο που ξεπροβάλλει η παραδοσιακή τσαγιέρα της εποχής μοιάζει κι εκείνο ακίνητο, ενώ δεν θα έπρεπε να μοιάζει. Ήταν ακίνητο. Το ζευγάρι ασάλευτο κι αυτό. Μόνο το δέντρο, τα αστέρια, ο ατμός του τσαγιού και ο καπνός δίνουν ζωή σε μια εικόνα που κοιμάται. Σε μια εικόνα που θυμίζει «viewmaster» και ίσως μοναχά οι καλοκαιρινοί μονότονοι γρύλοι και κάποιες πυγολαμπίδες στο βάθος προσπαθούν να δώσουν κίνηση στα αδιάφορα δέντρα μήπως τιναχτούν έστω και στον ύπνο τους… Η χαρακτηριστική μουσική της εποχής τύπου «oldies» ντύνει την ονειρική αυτή εικόνα και μια αίσθηση μοναξιάς, μιζέριας και θανάτου αρχίζει να με ξυπνάει 75 χρόνια μετά… καλοκαίρι του 2024 κάπου στην Ελλάδα!

Ίσως, γιατί αυτές οι εικόνες μου θυμίζουν εκείνα τα «καδροποιημένα πλεκτά» που στόλιζαν τους τοίχους παππούδων και γιαγιάδων. Και ύστερα αυτή η χαρακτηριστική μυρωδιά κλεισούρας και υγρασίας με την προσμονή ενός κεράσματος βανίλιας υποβρυχίου και συνάμα την αναπάντεχη σύγκρουση του βλέμματος με εκείνα τα πράσινα σοκολατάκια noisetta. Ασυναίσθητα ο δείκτης του χεριού μου γκρεμίζεται κάνοντας το χαρακτηριστικό κλικ και η μουσική σταματάει. Η καλοκαιρινή «καδροποιημένη πλεκτή εικόνα» χάνεται στην φθινοπωρινή ομίχλη της θλίψης, κι εγώ στέκομαι μονάχος να αναρωτιέμαι τί είναι αυτό που με φοβίζει περισσότερο… Η μοναξιά ή η συντροφιά; Μια ζωή που επιλέγω εγώ πώς θα την ζήσω ή μια ζωή που οι άλλοι μου επιβάλλουν; Η αβεβαιότητα αν θα ζήσω αυτό που θέλω όπως το θέλω ή το γεγονός ότι γλιστράω «ασυνόδευτος» στο αναπόφευκτο κινδυνεύοντας να μετατραπώ εγώ στον οικοδεσπότη που άλλοτε με κερνούσε υποβρύχιο ή σοκολατάκια και στόλιζε κάθε είδους τοίχο του σπιτιού του με «καδροποιημένες πλεκτές εικόνες»;

«Ε, ψιτ… το τελευταίο.» Μια φωνή αντήχησε στο σαλόνι μου. «Μμμ.. μάλλον το τελευταίο. Ίσως… και μια ψεύτικη συντροφιά!», συνέχισε. «Δηλαδή εσύ είσαι αληθινή;», απάντησα ρητορικά. «Μάλλον η μόνη αληθινή…», απάντησε και με άφησε απορημένο να αναλογίζομαι την υπόσταση και την προέλευσή του. «Απέκτησα τώρα σε αυτή την ηλικία και φανταστικό φίλο;», τον ρώτησα με κυνικό αυτοσαρκασμό. «Δεν αποκτάμε ποτέ κάτι που ήδη το έχουμε!», μου απάντησε και μου τράβηξε τόσο την προσοχή που για κάμποση ώρα βυθίστηκα στις αναμνήσεις μου…

Ποτέ μου δεν είχα φανταστικούς φίλους. Ποτέ μου δεν πίστεψα σε κάτι άλλο εκτός από εμένα. Όταν μιλούσα σε εμένα, μιλούσα απλά σε εμένα. Τίποτα το φανταστικό, τίποτα πέρα από την «καδροποιημένη λογική» μου. Και τότε, εκείνη η φωνή που είχε στολίσει τους τοίχους του σπιτιού μου άρχισε να «πλέκει» ξανά τους νευρώνες του εγκεφάλου μου… «Δεν χρειάζεται να χασμουριέμαι συνεχώς για να σου δείχνω ότι δεν κοιμάμαι!», αντήχησε και πάλι ο αυτοσαρκασμός του στο μυαλό μου. Και πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, το άνοιξε εκείνος για μένα… «Πώς είναι δυνατόν να σε φοβίζει μια εικόνα; Ακόμα κι αν την φορτώνεις με αναμνήσεις ή με ό,τι άλλο θα ήθελες να ζήσεις, είναι απλά μια εικόνα… Ένα ζευγάρι σαν όλα τα άλλα, ένα καλοκαίρι σαν όλα τα άλλα, δυο μοναξιές σαν όλες τις άλλες! Αυτό είναι τελικά που σε φοβίζει; Ότι κάποια στιγμή θα ζηλέψεις ένα τέτοιο καλοκαίρι; Ένα καλοκαίρι όπως όλα τα άλλα;»

Σιώπησα. Κάθε φωνή, φανταστική και μη, σταμάτησε να υφαίνει την παραμικρή σκέψη. Έντρομος ο δείκτης του χεριού μου βουτάει απότομα κάνοντας μια κίνηση κάτι σαν τραμπολίνο και έμεινε στον αέρα να τρέμει όπως ο δείκτης του ρολογιού που διστάζει να αγγίξει το παρόν. Αυτό το χαρακτηριστικό κλικ είχε δώσει ξανά ζωή στη μουσική και η φθινοπωρινή ομίχλη της θλίψης έμοιαζε να διαλύεται από εκείνο το συνηθισμένο καλοκαίρι του 1949… κάπου στην Αμερική. Από ένα ζευγάρι σαν όλα τα άλλα. Από δυο μοναξιές σαν όλες τις άλλες. Από ένα καλοκαίρι όπως όλα τα άλλα…