Για άλλη μια φορά ο χρόνος αποκοιμήθηκε πριν από εμένα… Έμεινα για λίγο ξαπλωμένος μέχρι την στιγμή που κάτι υστερικά νιαουρίσματα εξάντλησαν την πάντα εξουθενωμένη υπομονή μου. Το ξεροβόρι την ανακάτευε με κάθε ήχο που θα μπορούσε να την γονατίσει. Και την γονάτισε… Σηκώθηκα εκνευρισμένος με μια μάλλον υποκριτική φιλοζωική τάση. Κατέβηκα τα σκαλοπάτια σαν να μην υπήρξαν ποτέ και βούτηξα μέσα στο μεταμεσονύκτιο κρύο να ηρεμήσω τα δύστυχα τετράποδα. Κλείνοντας η πόρτα πίσω μου, σφράγισε όλους εκείνους τους ήχους που με ανάγκασαν να κατέβω μέσα στη νύχτα. Στάθηκα για λίγο ακίνητος, κι εκείνα τα νιαουρίσματα άρχισαν να μοιάζουν περισσότερο με μουρμουρητά. Έβγαλα το κινητό μου από την παλάμη μου περισσότερο για να φωτίσω το χώρο και ασυναίσθητα κοίταξα την ημερομηνία… 8 Νοεμβρίου! «Η επέλαση των Αρχαγγέλων», μου ψιθύρισε φευγαλέα μια μακρινή ανάμνηση…

Αφού σκόρπισε κι αυτή στον αέρα, άρχισα να ψάχνω από που έρχονταν εκείνα τα αινιγματικά μουρμουρητά. Το χέρι μου άρχισε να βαραίνει. Όχι αυτό που κρατούσε το κινητό. Εκείνο που δεν κρατούσε τίποτα! Το κοίταζα ξανά και ξανά κι εκείνο έμοιαζε να με αποχαιρετούσε παίρνοντας απροσδόκητα μια ασυνήθιστη μορφή. Άρχισε σιγά σιγά να χάνεται από τους κάλους που είχαν εγκατασταθεί επάνω του από το άτσαλο και μη συστηματικό παίξιμο κιθάρας του τελευταίου καιρού. Σαν να στέκονταν εμπόδιο σε κάθε είδους μοίρα που θα προσπαθούσε να με ξελογιάσει. Δεν ένιωθα τίποτα. Προσπάθησα να στηριχτώ στον τοίχο για να νιώσω την παραμικρή ύπαρξή του και το μόνο που μετά βίας αισθανόμουν ήταν το κάψιμο στον αγκώνα μου από την υπερπροσπάθεια να νιώσω κάτι σαν χέρι. Και τότε, εκείνα τα μουρμουρητά άρχισαν να τσιρίζουν στο μυαλό μου, όπως το λάδι που τσιγαρίζεται ανακατεμένο «αμήχανα και διακριτικά» με λίγο νερό που πέφτει πάντα «κατά λάθος». Οι κάλοι μου άρχισαν να φουσκώνουν και να μουρμουρίζουν μεταξύ τους…

«Πρέπει να τον βοηθήσουμε. Πρέπει να γίνουμε τόσο σκληροί που ύστερα να μην αντιλαμβάνεται την παρουσία μας. Να μην αντιλαμβάνεται ούτε το ίδιο του το χέρι.» Μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι οι κάλοι μου συζητούσαν μεταξύ τους, η μία φωνή μετά την άλλη τρυπούσε το μυαλό μου. «Πρέπει να τον βοηθήσουμε. Πρέπει να παίζει συνέχεια μουσική για να μην ακούει!» Τότε, αναρωτήθηκα ψελλίζοντας… «Τί δεν πρέπει να ακούω;» Και ο πιο αφανής από τους κάλους μου, ίσως ο πιο σοφός, σαν να μου απάντησε: «Τους ανθρώπους!»

Λύγισα. Τότε συνειδητοποίησα γιατί δεν μπορούσα τόσα χρόνια να νιώσω τίποτα. Ότι ακουμπούσα δεν με άγγιζε! Σαν ένας άλλος «βασιλιάς Μίδας» είχα βρει τον δικό μου χρυσό. Δεν ένιωθα τίποτα, γιατί δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα από τη μουσική που έπαιζε το ένα μου χέρι. Αυτό που δεν υπήρχε χάρη στους κυνικούς αλλά με ενσυναίσθηση κάλους του! Αυτό που κάποια βράδια πότιζε τις άδειες πια γλάστρες που μου είχε αφήσει εκείνη, μέσα στην αγωνία του να υπάρξει! Αυτό που ατελείωτες νύχτες μου ψιθύριζε να την φροντίζω και να την αγαπάω όπως δεν της αξίζει! Αυτό που ακόμα και τώρα με πονάει ακόμα κι αν προσπαθεί να κοπεί από μόνο του για να με απαλλάξει από κάθε είδους φωνή!

Ένα ανεπαίσθητο αεράκι με το εξασθενημένο σφύριγμα που το συνοδεύει τράβηξε το πέπλο της βαριάς νύχτας από το πρόσωπό μου. Ξεσφράγισα τα μάτια μου. Αγχώθηκα. Δεν θυμόμουν αν είχα απλώσει ρούχα ή αν είχα αφήσει οτιδήποτε στο μπαλκόνι. Προσπάθησα να δω μέσα από την μωβ κουρτίνα του υπνοδωματίου μου και κάτι σαν θρόισμα γιγάντιων φτερών τίναξε το κεφάλι μου. «Η επέλαση των Αρχαγγέλων», μου ψιθύρισε φευγαλέα η ίδια μακρινή ανάμνηση…

Η κουρτίνα του υπνοδωματίου μου σαν αυλαία άρχισε να πέφτει για να εμποδίσει το πρώτο φως της μέρας να εισβάλλει άτακτα στο οπτικό μου πεδίο. Ίσως, για να νιώσει και η ίδια πια αυλαία, προστάτεψε τον έναν από τους δύο κόσμους που μπορούσε, για να προστατέψει τον ρόλο της… τα μάτια μου! Γιατί μόνο εκείνα με κρατούσαν σε επαφή με τον κόσμο αυτό. Γιατί δεν μπορούσα να ακούσω κανέναν, δεν μπορούσα να νιώσω κανέναν, αλλά μπορούσα να βλέπω τα πάντα ακόμα και με μάτια κλειστά. Γιατί δεν είχα ποτέ την παραμικρή περιέργεια να ψάξω ούτε για σημάδια, ούτε να μαντέψω οτιδήποτε, ούτε να δώσω την παραμικρή ερμηνεία σε καθετί που μου συνέβαινε, ούτε σε «κατά λάθος αμήχανες και διακριτικές» κλήσεις που δεν μπορούσαν να καλέσουν και να ανακατέψουν το μυαλό μου. Μόνο τα μάτια μου με συνέδεαν με ότι δεν μπορούσε να συνδεθεί με εμένα. Κι έτσι, έβλεπα τα πάντα είτε με κοιτούσαν είτε όχι. Είτε κοιμόμουν στην δεξιά είτε στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Έβλεπα τα πάντα είτε με μάτια ανοιχτά είτε κλειστά. Και αυτά που φαίνονταν και αυτά που έκρυβε κάθε αυλαία της ζωής μου είτε έπεφτε είτε όχι…

Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου κι ένιωσα το άλλοτε ανύπαρκτο χέρι μου να γλιστράει στα πολύχρωμα κύματα που τύλιγαν εκείνη λίγο πριν ξυπνήσει πλάι μου. Αυτή τη φορά, όμως, έλειπε το χαμόγελό της…  Προσπαθώντας κάπως «αμήχανα και διακριτικά» να το εντοπίσω κάπου στην σκέψη μου, παρατήρησα το απαλλαγμένο από τους κάλους πια χέρι μου να ψηλαφίζει τον εαυτό του. Όταν σταμάτησε αυτές τις μάλλον παράδοξες ανανήψεις, προσπάθησε εκ νέου να κουρδιστεί σε έναν ξένο πια, για εκείνο, κόσμο. Σε έναν κόσμο που θα μπορούσε να νιώθει έστω και «κατά λάθος». Σήκωσα και το βλέμμα μου για να με σηκώσει κι εκείνο με τη σειρά του, αλλά σκόνταψε στη θέα, της σκονισμένης από την εγκατάλειψή της, κιθάρας μου. Για άλλη μια φορά πίστεψα ότι ο χρόνος αποκοιμήθηκε πριν από εμένα…