«Κάποτε… όταν ο ουρανός και η θάλασσα φιλήθηκαν για πρώτη φορά, ξεπήδησε από την άβυσσο του ιώδους ορίζοντα ένας άγγελος ξανθός με μάτια σκοτεινά, που γοήτευσαν ακόμα και τον ίδιο το Θεό! Πετούσε από ουρανό σε ουρανό, χωρίς να στέκεται ούτε για μια στιγμή μπροστά από καμία “Ωραία Πύλη” και έψαχνε να βρει το ταίρι του. Ο Θεός όμως, ενοχλημένος από το ατίθασο πέταγμά της, την χάιδεψε με μια πνοή ακατέργαστα θεϊκή, που έμοιαζε σχεδόν με ανθρώπινο χάδι. Έτσι, της τράβηξε την προσοχή και κάθε τόσο της υπενθύμιζε ότι πρέπει να μένει μόνη, γιατί δεν άντεχε να μην βλέπει τα υπέροχα λευκά φτερά της να πετούν ατίθασα μόνο για Εκείνον. Γι’αυτό και συχνά της μιλούσε για τις αδυναμίες των ανθρώπων, έτσι ώστε να είναι επιφυλακτική με το ανθρώπινο είδος! Εκείνη όμως, ίσως εξαιτίας του έμφυτου ενστίκτου που χειραγωγεί κάθε δημιούργημα, πετούσε όχι για να Του τραβήξει την προσοχή αλλά για να βρει τον πρίγκιπά της…

Και όταν για κάποια στιγμή σταμάτησε να κοιτάει τόσο ψηλά, χωρίς να χαμηλώσει συνειδητά το βλέμμα της, τον βρήκε! Περπατούσε με το στέμμα του τόσο καλά καρφωμένο στο κεφάλι του και τα βήματα του έμοιαζαν με ανεμπόδιστα εγωιστικά ίχνη στον προορισμό του! Σαν πρίγκιπας που ήταν, τα χνάρια της αγάπης άφηναν τα δικά τους ίχνη λίγο μετά από εκείνα του εγωισμού του, λες και δεν επρόκειτο ποτέ να συναντηθούν, αν ο πρίγκιπας δεν έκανε τον κόπο να σταματήσει για λίγο, για να πάρει το βλέμμα του από τον ανυπόμονο προορισμό του. Εκείνη τότε, με μια ακατέργαστα αγγελική πνοή που δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνη τη θεϊκή, τον χάιδεψε και άπλωσε τα χέρια της για να τον σηκώσει ψηλά και να αφήσει επιτέλους τα χνάρια της αγάπης και του εγωισμού να συναντηθούν! Τότε, ο νεαρός πρίγκιπας σήκωσε κι αυτός το βλέμμα του για να δει τί είναι αυτό που τον απομακρύνει από κάθε είδους προορισμό…

Με μάτια ορθάνοιχτα και παγωμένη αναπνοή χάθηκε στο βλέμμα της και πιάστηκε ασυναίσθητα από τα κατάλευκα φτερά της, χωρίς να αντιληφθεί ότι το άλλοτε καρφωμένο στο κεφάλι του στέμμα, χόρευε πια με αχαλίνωτη παραφροσύνη εκστασιασμένο στο έδαφος! Πέταξαν μαζί ξέγνοιαστα σε κάθε ουρανό, αδιαφορώντας για κάθε βλέμμα κάθε “Ωραίας Πύλης”, κι έζησαν όλα τα παραμύθια του κόσμου σε μια στιγμή! Πράγματι! Για λίγο τα κατάφεραν…

Ώσπου τα κατάλευκα φτερά της δεν είχαν άλλη αντοχή και άλλη δύναμη να σηκώνουν ψηλά τον νεαρό πρίγκιπα και το βάρος του προορισμού του, κι εκείνος φοβούμενος ότι θα την πάρει μαζί του στην άβυσσο, της έκαψε τα φτερά με μια ακατέργαστα ανθρώπινη πνοή, που έμοιαζε σχεδόν με θεϊκή, όσο χρειαζόταν για να μην πέσει, αδιαφορώντας για την τύχη του και χάθηκε για πάντα στην σκοτεινή άβυσσο του μυαλού του… Εκείνη, όμως, άρχιζε να καίγεται ολόκληρη, καθώς θύμωνε τη φωτιά με την υπερπροσπάθειά της να την σβήσει με τα κατάμαυρα πια φτερά της, ώσπου τελικά έχασαν κάθε χρώμα!

Κι εκείνος, με ένα επιθανάτιο σ’αγαπώ σαν να της έλεγε: “Σήκωσα για λίγο το βλέμμα μου για να σε βρω… Γιατί δεν χαμηλώνεις ακόμα το δικό σου;”, της έδωσε αυτή τη φορά τέτοια πνοή θεϊκή, που δεν έμοιαζε με καμία άλλη και την έκανε να σταθεί στα πόδια της, έτσι ώστε να μην κινδυνεύσει ξανά από καμία πτώση! Εκείνη όμως, δεν συνήθισε ούτε για μια στιγμή τα καινούρια της πόδια… Αν και απαλλαγμένη πια από “το βάρος των Αγγέλων”, ακόμα προσπαθούσε να πετάξει για άλλη άβυσσο, για άλλους ουρανούς, για άλλες πνοές, για άλλους πρίγκιπες, για άλλο Θεό και για άλλο παραμύθι…»